Περίεργο, άτιμο πράγμα η ρουτίνα. Σε συγκροτημένο πλαίσιο, είτε ατομικά, είτε ομαδικά, είναι πολύ χρήσιμη. Λειτουργική. Δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας, αναδεικνύει υγεία, βοηθάει, εξελίσσει, βελτιώνει. Σε οποιοδήποτε διαφορετικό περιβάλλον μετατρέπεται σε μανιέρα. Αχρείαστη. Προβληματική. Περισσότερο εκφυλιστική, παρά εξισορροπητική.
Στην πρεμιέρα των playoffs της Stoiximan Super League, o Παναθηναϊκός πήγε να παίξει στο Φάληρο κόντρα στον Ολυμπιακό επιδιώκοντας να… ρουτινιάσει την τελευταία, θετική (πλην όμως αναποτελεσματική) εικόνα του, στο δεύτερο ημίχρονο στη Φλωρεντία. Δεν δούλεψε. Δεν θα μπορούσε και να δουλέψει.
Στην αποψινή δεύτερη αγωνιστική, στη φιλοξενία της ΑΕΚ, με φόντο πια – αποκλειστικά – το κυνήγι της δεύτερης θέσης, η επιδιωκόμενη… ρουτίνα ήταν η αμέσως προηγούμενη αναμέτρηση των δύο ομάδων, στα μέσα του Ιανουαρίου. Τότε, είτε εξ επιλογής, είτε λόγω δομικών χαρακτηριστικών, οι “πράσινοι” έπαιξαν ένα ολόκληρο παιχνίδι πίσω και χωρίς τη μπάλα και το κέρδισαν χάρη σ’ ένα πέναλτι, αδιαφορώντας παντελώς για οτιδήποτε επιπλέον δημιουργικά, με υποδιπλάσια κατοχή σε σχέση με τους “κιτρινόμαυρους”.
Κοντά τρεις μήνες μετά, απόψε, έγινε μανιέρα. Νωρίς το προβάδισμα και από εκεί και πέρα, τίποτα. Απολύτως. Για μια ώρα στον αγωνιστικό χώρο δεν υπήρχαν οι γηπεδούχοι. Απλά. Εμφανές τόσο από τη βασική στατιστική καταγραφή της αναμέτρησης όσο και – για παράδειγμα – στις στατικές φάσεις.
Όποτε, όσες και ό,τι κέρδιζε η Ένωση, εξελίσσονταν σε κίνδυνο για την άμυνα του Παναθηναϊκού. Μόνος του ο Βίντα, στο πρώτο ημίχρονο, είχε τέσσερις τελικές. Από ένα τέτοιο στατικό, ήρθε νωρίς στο δεύτερο και δίκαια, η ισοφάριση της ΑΕΚ. Όχι μόνο το μομέντουμ πλέον, όχι απλώς η εικόνα, αλλά τα πάντα στο γήπεδο έδειχναν ανατροπή.
Η ως τότε μανιέρα των “πράσινων” εκ των πραγμάτων έπρεπε να διαφοροποιηθεί. Όσο κέρδιζαν, ακόμη και αν δεν έπαιζαν, κάτι έστω μπορούσε να τη δικαιολογήσει (στα μάτια και στα μυαλά τουλάχιστον όσων την υπηρετούν στο γήπεδο). Η ρουτίνα όμως φάνηκε, ακόμη και μετά την ισοφάριση, να κυριαρχεί. Και πολύ απλά να επιβάλλει ότι δεν μπορούσαν να παίξουν.
Η αναγκαία διαφορά ήρθε με τις αλλαγές. Και την επαναφορά άλλων ρουτίνων. Το καλύτερο, το αποτελεσματικότερο φετινό δίδυμο του Παναθηναϊκού είναι το σέρβικο στ’ αριστερά. Η είσοδος του – πιθανότατα συνεπέστερα επιδραστικού φετινού ποδοσφαιριστή των “πράσινων” – Τζούριτσιτς το έφτιαξε (σημειωτέoν για πρώτη φορά μετά τη διακοπή) για το τελευταίο ημίωρο.
Και όχι μόνο αυτό. Η είσοδός του, πέραν της αντικατάστασης των αρνητικών Τετέ και Ουναχί (στη θέση του μπήκε ο Τσέριν), έφερε τον Πελίστρι στη δική του ρουτίνα, στη δική του κανονικότητα. Στα δεξιά. Όλα, βοήθησαν. Στο να ανακαλέσει – έστω και με ερείσματα ατομικά – η ομάδα, οι έντεκα που ήταν στο γήπεδο, όχι μόνο το ότι μπορούν να παίξουν, αλλά και το πως. Επιστρατεύοντας, άλλες πια, ρουτίνες.
Πρώτα με τους δύο Σέρβους, οι οποίοι – από αριστερά εννοείται – επικύρωσαν το εκ νέου συνταίριασμά τους φτιάχνοντας το δεύτερο γκολ. Σέρβις ο Μλαντένοβιτς, σκόρερ ο Τζούριτσιτς. Κόντρα στη ροή του παιχνιδιού, ναι, αλλά σε φάση και στιγμή που ο Παναθηναϊκός έμοιαζε να ισορροπεί, να βρίσκει μέτρα, δημιουργικές, παραγωγικές συνήθειες και νόρμες στο χορτάρι.
Και μετά, την ώρα που ψυχολογικά αλλά και σωματικά η Ένωση έμοιαζε να είχε “αδειάσει” (αναμενόμενο από τη στιγμή που – και πάλι – έπαιζε, χωρίς όμως να αξιοποιήσει την ανωτερότητά της), από οδήγημα, κούρσα και “τρύπα” του Τσέριν στον χώρο, στον χώρο που αρέσει να παίζει ο Πελίστρι, στα δεξιά πια, ο Ουρουγουανός σέρβιρε το τρίτο στον (επίσης ερχόμενο από τον πάγκο) Γερεμέγεφ.
Κάπως έτσι διαμορφώθηκε η ιστορία της κυριακάτικης αναμέτρησης. Και έφερε τον Παναθηναϊκό να πιάνει την ΑΕΚ, πλεονεκτώντας – για την ώρα – στη μεταξύ τους ισοβαθμία. Δεν κρίθηκε τίποτα, εννοείται. Η διεκδίκηση της δεύτερης θέσης είναι, αδιαμφισβήτητα, μάχη για τρεις. Και μοιάζει μάχη που ανά βδομάδα, ανά παιχνίδι, μπορεί να διαφοροποιεί δεδομένα και ισορροπίες, δείγμα του πόσο επιρρεπείς, ως και εύθραυστοί είναι όσοι τη διεκδικούν.
Αυτός που θα επικρατήσει δεν είναι – απλώς και μόνο – ο πιο δυνατός, αγωνιστικά και ψυχολογικά. Χρειάζονται και άλλα, εδώ που έχουμε φτάσει και κυρίως για το διακύβευμα (δεν είναι κάποιος τίτλος που “ζεσταίνει”…) που απομένει. Θα είναι εκείνος που θα αναγνωρίζει, ανακαλεί, προτάσσει και θα βγάζει στο χορτάρι όσα περισσότερα από τα θετικά (του) ως τώρα στη χρονιά.
Λίγα ή πολλά, πλέον, ιδιαίτερη σημασία δεν έχει. Όσα είναι. Αρκεί να μην είναι τα συγκυριακά και τα πρόσκαιρα. Αλλιώς, δεν γίνεται.