Η ΑΕΚ, το όραμα και ο Δέλλας
Ο Βαγγέλης Αρναούτογλου καταγράφει τη νέα πραγματικότητα της Ένωσης, αναλύει το όραμα και σχέδιο πενταετίας και εξηγεί γιατί άπαντες σήμερα καταλαβαίνουν ότι ο Δέλλας έχει περισσότερα να προσφέρει από όσα μπόρεσε να εμφανίσει πέρυσι.
Στην αφετηρία της ποδοσφαιρικής σεζόν 2013-14, οι απανταχού φίλοι της ΑΕΚ πατούσαν με το ένα πόδι στη μελαγχολία και στη ντροπή για το κάζο της Γ' Εθνικής και με το άλλο στην προσδοκία για την έλευση της κιτρινόμαυρης αναγεννησιακής περιόδου. Κάθε αρχή και δύσκολη… Η γκρίνια της εξέδρας ήταν σχεδόν μόνιμη συνοδός της ομάδας στους αγωνιστικούς χώρους και η αδημονία για το τέλος του εφιάλτη που βρισκόταν ακόμα στο ξεκίνημά του, προκαλούσε εύκολα την οργή και το ανάθεμα.
Εντός των γηπέδων, η ομάδα που κατάφερε την άνετη (δίχως όμως να τη συνδυάσει με σταθερά καλό θέαμα) άνοδο στη Β’ Εθνική, αποδείχθηκε περιορισμένων δυνατοτήτων. Από τους 41 ποδοσφαιριστές που επελέγησαν (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που παραχωρήθηκαν ως δανεικοί στη συνέχεια) πέρυσι το καλοκαίρι, μόλις 13 κρίθηκαν ως ικανοί να διατηρήσουν θέση στο κιτρινόμαυρο ρόστερ. Σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι 14, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν ήδη καταξιωθεί ως παίκτες με θέση και προοπτική για μακροχρόνια καριέρα στη Σούπερ Λίγκα.
Κοντολογίς, η εφετινή ΑΕΚ δεν θα έχει ουδεμία σχέση με την περυσινή και δεν οικοδομήθηκε με το σκεπτικό να πετύχει μία άνετη επιστροφή στη μεγαλύτερη τη τάξει κατηγορία και μετά να αποδομηθεί, όπως συνέβη δηλαδή με αυτήν που βίωσε την πρωτόγνωρη για τον σύλλογο συμμετοχή σε ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Χτίστηκε με όραμα και ορίζοντα πενταετίας και με το σκεπτικό να μην χρειάζονται περισσότερες από 3-4 προσθαφαιρέσεις από καλοκαίρι σε καλοκαίρι.
Ως κυρίαρχο στόχο, οι άνθρωποι της ομάδας έχουν καταδείξει την ανάδειξη και διατήρηση ενός κορμού 16-18 παικτών για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ενός ρόστερ που θα εμπλουτίζεται με ποιοτικές προσθήκες κατά τις θερινές μεταγραφικές περιόδους και το οποίο σε 2-3 χρόνια από σήμερα, θα έχει αποκτήσει τη δυναμική της ομάδας που την οκταετία 1988-1996 απέδωσε ποδόσφαιρο που θαυμάστηκε αλλά και απέφερε τίτλους και ευρωπαϊκές επιτυχίες, υπό την καθοδήγηση του τότε προπονητή και νυν εκτελεστικού διευθυντή της Ενωσης, Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Η απόφαση για εμπιστοσύνη στο ελληνικό στοιχείο επέφερε και τη ριζική αλλαγή στο κιτρινόμαυρο έμψυχο δυναμικό, εν συγκρίσει με την περίοδο 2004-2012, κατά τη διάρκεια της οποίας κυριάρχησε η προτίμηση στις ξένες αγορές. Σήμερα η ΑΕΚ αριθμεί 27 ποδοσφαιριστές στην πρώτη ομάδα της, οι 20 εκ των οποίων είναι Ελληνες! Μάλιστα παρατηρείται το σπάνιο φαινόμενο η αμυντική γραμμή της (9 κεντρικοί και πλάγιοι οπισθοφύλακες + 4 τερματοφύλακες) να αποτελείται αποκλειστικά από γηγενείς παίκτες, ενώ δεν υπάρχει ούτε ένας δανεικός από άλλη ομάδα!
Ασφαλώς, προκειμένου ο βασικός κορμός να έχει μακρά διάρκεια ζωής, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε σε νεανικές επιλογές. Μόλις δύο ποδοσφαιριστές, ο 30χρονος Βασίλης Ρόβας και ο 37χρονος Νίκος Γεωργέας, βρίσκονται στο +30 της ηλικίας τους, ενώ στη λίστα των γηραιότερων ακολουθεί ο 28χρονος Βραζιλιάνος Αλεξ Ντακόλ. Οι 15 από τους 27 του υπάρχοντος ρόστερ είναι ηλικίας από 25 ετών και κάτω.
Κολοσσός που πείθει και πλέον έχει ανταπόκριση
Πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν τους τελευταίους δύο μήνες της περασμένης σεζόν σχετικά με την παραμονή ή όχι του Τραϊανού Δέλλα στην τεχνική ηγεσία της ΑΕΚ. Η διοίκηση της ομάδας επέλεξε τελικά η συνεργασία της με τον 38χρονο τεχνικό να συνεχιστεί και την επόμενη σεζόν, απόφαση η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί και ως εφαρμογή της λογικής, βάσει του πλάνου που είχε εκπονηθεί το περασμένο καλοκαίρι.
Κατά τη διάρκεια της πρωτόγνωρης για την ΑΕΚ εμπειρίας στη Γ’ Εθνική, ο τεχνικός της ομάδας αμφισβητήθηκε έντονα. Ωστόσο στο τέλος αυτής αποδείχθηκε ότι έφερε την αποστολή του εις πέρας παρουσιάζοντας ένα σύνολο το οποίο προσπάθησε και εν πολλοίς κατάφερε (με περιορισμένη ικανότητα να απορροφήσει σωστά τις οδηγίες και να εκτελέσει το πλάνο του Δέλλα) να παίξει ορθολογικό ποδόσφαιρο, ενώ του αναγνωρίστηκε ότι δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για τις προπονητικές δυνατότητές του και τη μεταδοτικότητά του, το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα.
Πολλή συζήτηση (ειδικότερα διαδικτυακού χαρακτήρα, σε τόπους που υπερισχύει ο νόμος του χάους και εκτοξεύονται εύκολα αναθέματα, ύβρεις και γενικώς σχόλια απαξιωτικά) είχε γίνει και για την επάρκεια του Τραϊανού Δέλλα ως προπονητή. Ενα μειονέκτημα από όσα του καταλογίστηκαν, αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τους ποδοσφαιριστές της ομάδας μετά από απογοητευτικές εμφανίσεις απέναντι σε αντιπάλους του ερασιτεχνικού πρωταθλήματος (Γ’ Εθνική). Είναι αλήθεια ότι πέρασε πολύς καιρός για να ανεβάσει τον τόνο της φωνής του και να πιέσει την κατάσταση στα αποδυτήρια φέρνοντας τους ποδοσφαιριστές προ των ευθυνών του. Ακόμα και όταν το έπραξε όμως, ήξερε ότι δεν θα έβρισκε ανταπόκριση.
Δεν ήταν χαλαρός ή αγαθός ο προπονητής της Ενωσης. Αφενός διαπίστωσε πολύ γρήγορα ότι οι περισσότεροι δεν μπορούσαν το παραπάνω που τους ζητούσε και αφετέρου ήξερε ότι το 70% εξ αυτών θα έχαναν τη θέση τους στην ΑΕΚ της επόμενης ημέρας. Πλέον, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της ομάδας, άπαντες αναγνωρίζουν έναν διαφορετικό Δέλλα. Η εξήγηση είναι απλή: Ο τεχνικός της ομάδας αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να έχει απαιτήσεις, να τσιτώσει τα γκάζια, να βάλει τις φωνές, να πιέσει τους παίκτες στα όρια τους. Στη διάθεσή του έχει ένα ρόστερ το οποίο αποτελείται ως επί το πλείστον από παίκτες που αγωνίστηκαν στη Σούπερ Λίγκα και κατάφεραν να εδραιωθούν σε αυτήν. Οι περισσότεροι δε, είναι νεαρής ηλικίας και έχουν σημαντικά περιθώρια εξέλιξης.
Η περυσινή σεζόν θα ήταν άχαρη, ρηχή και μη δημιουργική για τον οποιονδήποτε προπονητή βρισκόταν στη θέση του Δέλλα χειριζόμενος ένα ρόστερ με ημερομηνία λήξης. Αυτή είναι η σεζόν που χτίζει ο προπονητής της ΑΕΚ, από εδώ και στο εξής μπορεί να κριθεί δικαίως και με ασφάλεια. Γι αυτό και η επιλογή της διατήρησής του στο κιτρινόμαυρο τιμόνι ήταν και η πρέπουσα.