X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

ΕΘΝΙΚΗ ΜΠΑΣΚΕΤ

Δυο δρόμους έχει η Εθνική Ελλάδας στο δρόμο προς το Ευρωμπάσκετ 2025

/ 2024 / 7 / / - EUROKINISSI SPORTS

Οι ημέρες πέρασαν, η σκόνη κάθισε και ο Βαγγέλης Ιωάννου γύρισε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να γράψει για την επόμενη ημέρα της Εθνικής Ελλάδας στο δρόμο προς το Ευρωμπάσκετ του 2025.

Αρκετές ημέρες μετά το Παρίσι και τον αποκλεισμό της Εθνικής από την παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία, νομίζω ότι έφτασε η ώρα για έναν (ψύχραιμο) απολογισμό. Πέτυχε ή όχι η «επίσημη αγαπημένη» αυτό το καλοκαίρι;

Χωρίς δεύτερη σκέψη, θεωρώ ότι η πλειοψηφία των λογικών ανθρώπων έχει αποφανθεί: Πέτυχε!

Και με το παραπάνω; Ασφαλώς όχι.

Το... παραπάνω θα ήταν (για πρώτη φορά στην ιστορία της) να προκριθεί στη ζώνη των μεταλλίων. Ομως, το γεγονός και μόνο ότι βρέθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες (16ολόκληρα χρόνια μετά το Πεκίνο), μέσω του προολυμπιακού τουρνουά στο ΣΕΦ, ήταν σπουδαίο επίτευγμα.

Ο Βασίλης Σπανούλης και οι συνεργάτες του μόχθησαν για να οδηγήσουν την Ελλάδα στην κορυφαία αθλητική συνάντηση του πλανήτη. Διπλή προετοιμασία (μία για το προολυμπιακό κι άλλη μία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες), τραυματισμοί και βεβαίως ένας πρώτος όμιλος «του θανάτου».

16 χρόνια μετά από το Πεκίνο, απευθείας στα βαθιά: Με Καναδά, Ισπανία και Αυστραλία. Τρεις σκληρές μάχες, μία νίκη και -εν τέλει- μία τεράστια (και με τη βοήθεια της Σερβίας) πρόκριση στους 8 του ολυμπιακού τουρνουά. Και στην οκτάδα, μια (ακόμη) ματσάρα κόντρα στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία.

Τα παλέψαμε όλα τα παιχνίδια. Με λίγη τύχη θα μπορούσαμε να χουμε και καλύτερη συγκομιδή, αλλά κι έτσι δεν έχουμε παράπονο. Οι διεθνείς μας τα έδωσαν όλα. Στην κυριολεξία τα έδωσαν όλα.

Οπως αποδείχθηκε, όσοι πέρασαν στην τετράδα ήταν καλύτεροι από μας. Και -κυρίως- περισσότεροι. Είναι αξίωμα: Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει σε τέτοια τουρνουά όταν της λείπουν πέντε πρωτοκλασάτα στελέχη. Τελεία, παράγραφος.

Κι από τη στιγμή που στην περίπτωση της Εθνικής δεν ισχύει η κλασική ατάκα «θα χουμε για πάντα το Παρίσι», πάμε στα επόμενα. Και ποια είναι τα επόμενα; Τα επόμενα είναι το Ευρωμπάσκετ 2025 και το Παγκόσμιο Κύπελλο 2027. Κι αν για το Κατάρ θέλουμε μια τριετία, για το Ευρωμπάσκετ θέλουμε χοντρικά ένα χρόνο. Το ερώτημα , λοιπόν, προκύπτει αβίαστα: Με ποια Εθνική;

Η απάντηση ποτέ δεν ήταν εύκολη, έπειτα από ανάλογες καταστάσεις. Πολύ περισσότερο τώρα. Κι αυτό επειδή τώρα τα περισσότερα από τα βασικά στελέχη της ομάδας μας βρίσκονται σε μια προχωρημένη μπασκετικά ηλικία. Μακριά από μας ο ηλικιακός ρατσισμός, αλλά αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα.

Τι γίνεται από δω και πέρα, λοιπόν;

Η αλήθεια είναι ότι η εθνική δεν έχει πολλούς δρόμους να ακολουθήσει. Η συνταγή είναι γνωστή από το παρελθόν.

Σταθερός προπονητής (Βασίλης Σπανούλης, όπως κάποτε ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης) και δυο δρόμοι:

  • Ο πρώτος , να επιδιώξουμε τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία στο επερχόμενο Ευρωμπάσκετ ποντάροντας και πάλι στο φιλότιμο και τη διάθεση των ίδιων παικτών που τίμησαν το εθνόσημο και έπαιξαν για τη χώρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Γαλλίας, ευελπιστώντας ότι σε 12 μήνες δεν θα λείπει κανείς από το προσκλητήριο. Για τον τελευταίο χορό!
  • Ο δεύτερος , να διατηρηθεί ένας σταθερός κορμός και να προωθηθούν από τα παράθυρα του χειμώνα κιόλας κάποια από τα παιδιά που έρχονται με όνειρα και όρεξη από τις μικρές εθνικές ομάδες. Η ανανέωση, δηλαδή , να επισπευστεί. Οχι ακριβώς όπως έκανε λίγο πριν το 2004 ο Παναγιώτης Γιαννάκης , διότι τότε όσοι μπήκαν στην ανδρών είχαν βασικό -πρωταγωνιστικό ρόλο στις ομάδες τους, αλλά με παρόμοιο τρόπο.

Ο Βασίλης Σπανούλης έδωσε έμπνευση σ αυτή τη γενιά παικτών. Ηρθε η ώρα να ετοιμάσει και την επόμενη. Κι ας μην συνδυαστεί αυτό με κάποια μεγάλη επιτυχία. Το θέμα είναι να υπάρξει μακροχρόνιο πλάνο και σχεδιασμός.

Το ζητούμενο (για να υπάρχει συνέχεια στην εθνική ανδρών) είναι να βγαίνουν παίκτες από τις μικρότερες ηλικίες.

Κάθε χρονιά, λοιπόν, πρέπει να ξεχωρίζουν 2-3 παίκτες.

Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και στη δική μας περίπτωση είναι δύσκολο , όσο καλή δουλειά κι αν γίνεται στο αναπτυξιακό , να ξεπετάγονται 2-3 παίκτες κάθε χρονιά. Ακόμα κι όταν υπάρχουν τέτοια ταλέντα ( που -ειρήσθω εν παρόδω- υπάρχουν), δεν υπάρχει ο σωστός προσανατολισμός και η σωστή καθοδήγηση.

Δύσκολα κάποιο παιδί (ο ατζέντης του, ή και ο γονιός του) στην ηλία των 17, ή των 18 ετών, κάνει τη σωστή επιλογή. Αντί να κοιτάζει την αγωνιστική εξέλιξή του, κοιτάζει ένα γρήγορο επαγγελματικό συμβόλαιο. Αποτέλεσμα; Να χάνει τα πιο σημαντικά του χρόνια (από 18 έως 20 ετών) χωρίς να παίζει. Να απογοητεύεται και να μένει πίσω. Και την ίδια ώρα συνομίληκοί του ανά τον κόσμο να εξελίσσονται ραγδαία.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα παιδιών με τεράστιο ταλέντο, τα οποία ακόμη δεν είναι έτοιμα, ή δεν θα είναι έτοιμα να επανδρώσουν τη μεγάλη εθνική:

Μαντζούκας (2003), Ζούγρης (2004), Πλώτας (2004), Κωνσταντινίδης (2004), Σαμοντούροφ (2005), Καρακώστας (2004) , Χιτικούδης (2005), Αβδάλας (2006) , Λιωτόπουλος (2006), Τσατχτσίρας (2006), Ξανθόπουλος (2006) , Παγώνης (2006), Καζαμίας (2007), Αλεξάκης (2007), Ασημένιος (2008), Χατζηλάμπρου (2008), Σκληρός (2008).

Ολα αυτά, είναι παιδιά με εξαιρετικά προσόντα, που θαυμάσαμε και θαυμάζουμε τα καλοκαίρια με τις λεγόμενες μικρές εθνικές ομάδες. Κάποια δικαιώθηκαν με τις επιλογές τους (Παγώνης, Χιτικούδης, Λιωτόπουλος, Καρακώστας), κάποια έχουν χάσει σημαντικό χρόνο μένοντας μεταξύ πάγκου και εξέδρας στις ομάδες τους και αγωνιζόμενοι μόνο στα εφηβικά.

Εδώ, εντοπίζεται, λοιπόν, τα μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι εφτά ξένοι στην πρώτη κατηγορία (παίζουν οι έξι) κόβουν χρόνο συμμετοχής από τα ανερχόμενα ελληνικά ταλέντα. Τα παιδιά δεν αναπτύσσουν τη σωστή νοοτροπία και δεν αποκτούν ώρες πτήσεων, που μόνο μέσα από την καθημερινότητα και τις υποχρεώσεις της πρώτης ομάδας μπορούν να αποκτήσουν.

Εφτασε ή ώρα τα παιδιά αυτά που έχουν ταλέντο, να παίξουν το παιχνίδι σωστά. Και πέρα από τα παιδιά που προανέφερα (εξηγούμαι , για να μην παρεξηγούμαι) υπάρχουν κι άλλα τόσα, που σήμερα είναι λίγο πιο «ανώριμα» σωματικά και αγωνιστικά, που θα εμφανιστούν και θα προσπεράσουν τα προαναφερθέντα «ταλαντούχα» παιδιά. Κι ο λόγος θα είναι απλός: Νοοτροπία, κίνητρο και πολλή δουλειά!

ΥΓ1: Αλλος ο σχεδιασμός με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο στο ρόστερ κι εντελώς διαφορετικός χωρίς αυτόν.

ΥΓ2: Αλλος ο σχεδιασμός με τον Κώστα Σλούκα στο ρόστερ κι εντελώς διαφορετικός χωρίς αυτόν.

ΥΓ3: Από τη διαθεσιμότητα των νατουραλιζέ θα εξαρτηθούν, επίσης, πάρα πολλά το ερχόμενο καλοκαίρι.

ΥΓ4: Το μπάσκετ έχει αλλάξει οριστικά. Στο μεγάλο επίπεδο κερδίζουν οι επιθέσεις. Αυτό θέλουν (αποδεδειγμένα πλέον) όλοι: Η FIBA, το NBA, οι διαιτητές , οι φίλαθλοι, οι ίδιοι οι παίκτες.

TAGS ΕΘΝΙΚΗ ΜΠΑΣΚΕΤ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ