Ελα Βασίλη, έλα Βασίλη!
Ο Βασίλης Σπανούλης αποφάσισε να βγει στη σύνταξη και ο Βασίλης Σκουντής υποκλίνεται στη μεγαλοσύνη του ανδρός και τον κατευοδώνει στο πέρασμα του στην επόμενη ζωή του.
Σαν σήμερα το 1963 από το μπαλκόνι του Δημαρχείου του (τότε επονομαζόμενου) Δυτικού Βερολίνου ο Τζον Κένεντι είχε πει μια φράση που έμεινε στην ιστορία.
«Ich bin ein Berliner», πάει να πει είμαι ένας Βερολινέζος.
Αυτή την ίδια μέρα, 26 Ιουνίου του 2021, διάλεξε ο Βασίλης Σπανούλης για να συστηθεί με διαφορετικό τρόπο.
Είμαι ένας συνταξιούχος!
Ωιμέ, οποίον κατάντημα!
Αστειεύομαι, αν και τέτοιες ώρες δεν σηκώνουν πλάκα.
Για κάποιους πολύ συγκεκριμένους, αλλά και αφηρημένους λόγους, το ψυλλιαζόμουν εδώ και κάμποσες μέρες αυτό που έμελλε να συμβεί σήμερα.
Για την ακρίβεια, υποψιαζόμουν το αναπόδραστον του πράγματος από την περασμένη Δευτέρα το μεσημέρι, όταν στο πλατό της εκπομπής «Pick N’ Roll» της Cosmote TV, ο Ρικ Πιτίνο μαρτύρησε δημοσίως τα καθέκαστα της απουσίας του Μπίλη από το Προολυμπιακό Τουρνουά.
Από εκείνη τη στιγμή ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ο αρχηγός, ο ηγέτης, ο δολοφόνος, ο θρύλος (όπως αράδιαζε κατά συρροήν τα εγκώμια, διανθίζοντας τον μελαγχολικό λόγο του για τον Σπανούλη) είχε πάρει ήδη τον στυλό για να γράψει τους τίτλους τέλους.
Σταμάτησε ο κόσμος
Συνέβη αυτό σήμερα, 78 ημέρες μετά το κύκνειο άσμα του με τον Ολυμπιακό, στον αγώνα της 9ης Απριλίου με τη Χίμκι στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, χωρίς να προλάβει ο δόλιος να φορέσει την κανονική φανέλα της Εθνικής.
Χωρίς να μπορέσει, μουντζωμένος θαρρείς από τη μοίρα του, να σύρει τον δικό του τελευταίο χορό, πάνω στην πίστα στην οποία σουλάτσαρε χρόνια και ζαμάνια.
Σήμερα, 26 Ιουνίου, σταμάτησε ο κόσμος του ελληνικού μπάσκετ, όπως συμβαίνει σε κάθε αποχώρηση ενός θρύλου που αφήνει έντονο το αποτύπωμα του στο μπασκετικό γίγνεσθαι.
Το σουλάτσο του άρχισε από τη Λάρισα και από εκεί έβαλε πλώρη για να κατακτήσει τον κόσμο, που από μικρός πίστευε ότι του ανήκει.
Το είπε άλλωστε αυτό με τον δικό του αλληγορικό τρόπο ο Βαγγέλης Αγγέλου, όταν τον γνώρισε από κοντά και νταλαβερίστηκε μαζί του στο Μαρούσι.
Ο Μπους και ο Μπιν Λάντεν
«Ας πούμε ότι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι ο Τζορτζ Μπους, ο Μπιν Λάντεν και ο Σπανούλης και έχουν μπροστά τους μια μπριζόλα. Ξαφνικά λοιπόν σβήνουν τα φώτα. Όταν ξανανάψουν οι δυο θα κρατάνε ξεκρέμαστα τα πιρούνια τους στο χέρι και ο Βασίλης θα... έχει περάσει στο επιδόρπιο»!
Μιλάμε για βραβείο Οσκαρ στη διεστραμμένη φαντασία του «Τρέλαρχου», που ωστόσο είχε δίκιο βουνό!
Μιλάμε επίσης και για βραβείο Οσκαρ που αξίζει ο Σπανούλης για όλα όσα πρεσβεύει, επιδίωξε, διέπραξε και συμβολίζει στη δαφνοστεφή καριέρα του.
Δεν είναι οι τίτλοι, διάβολε, ούτε τα ατομικά βραβεία, τα ρεκόρ και οι διακρίσεις που ξεχειλίζουν το βιογραφικό του, ούτε βεβαίως το (λιγοστό ή πολύ) ταλέντο με το οποίο τον προίκισε ο Θεός και φρόντισε να το καλλιεργήσει με μόχθο ώστε να εκτοξευθεί στις υψηλότερες σφαίρες!
Πάνω, πέρα και πιότερο απ’ όλα αυτά ο Σπανούλης μοστράρει κάποιες άλλες αρετές και αρχές, που από την πρώτη στιγμή αποτελούσαν τα δικά του απαραβίαστα και αδιαπραγμάτευτα «ιερά και όσια».
Κολλημένος με το μπάσκετ
Δεν αγαπά απλώς το παιχνίδι, αλλά είχε δαγκώσει εξ απαλών ονύχων τη λαμαρίνα που του διαπερνάει τον οισοφάγο και του φτάνει μέχρι τις πατούσες!
Από την πρώτη στιγμή δήλωνε πίστη, υποταγή και αφοσίωση στο μπάσκετ, που από χόμπι έγινε καψούρα και από επάγγελμα ψύχωση!
Μου το είχε πει πριν από πέντε χρόνια ο ίδιος αυτό, όταν του ζήτησα να αυτοσυστηθεί.
«Είμαι ένας ψυχάκιας»!
Ψυχάκιας και κολλημένος με την μπάλα, όπως είχε πει κάποτε ο συχωρεμένος ο Γιάννης Κυρ΄στας για τον Γιώργο Καραγκούνη.
Σε όλο τον μπασκετικό βίο του ο Σπανούλης δεν ήταν απλώς ανταγωνιστικός και αλύγιστος: το γράφω επίτηδες αυτό, διότι στην πράξη αποδεικνύεται ότι σε αυτό το επίπεδο, το είχε τερματίσει από καιρό!
Πιο ανταγωνιστικός και αλύγιστος πεθαίνεις!
Ένα βράδυ στο Αλεξάνδρειο
Γεννημένος στις 7 Αυγούστου του 1982 στη Λάρισα ο Σπανούλης μυήθηκε στο μπάσκετ ένα βράδυ Πέμπτης στον Ιερό Ναό του ελληνικού μπάσκετ, στο Αλεξανδρειο Μέλαθρο!
Πήγαινε στην τετάρτη τάξη του δημοτικού και εκείνος ο πρώτος αγώνας που παρακολούθησε με τον συχωρεμένο τον πατέρα του, λες και του έκανε μάγια!
Είδε τον Αρη, τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, ένιωσε γοητευμένος και δίκην μιας ιεροτελεστίας μυήθηκε σε αυτό που έμελλε να γίνει η ζωή του ολάκερη.
Από εκείνο το βράδυ όλα τα υπόλοιπα είναι Ιστορία που ο μπαγάσας της έδωσε προαγωγή και την έκανε Μυθολογία!
Γι αυτή τη δίψα, την ψύχωση, την ανταγωνιστικότητα, το πάθος και την αφοσίωση του στο παιχνίδι, ο Σπανούλης δεν ανήκει σε καμιά από τις γνωστές κατηγορίες.
Είναι μια κατηγορία μόνος του.
Σήμερα ο Βασίλης διέβη τον Ρουβίκωνα αφήνοντας μια κληρονομιά που αποτελεί ανεκτίμητο κειμήλιο και άγιο φυλακτό της Κιβωτού του ελληνικού αθλητισμού.
Τα πάντα όλα του μπάσκετ
Ο Σπανούλης ήταν ούλος του μπάσκετ.
Έτρωγε μπάσκετ.
Έπινε μπάσκετ.
Ανέπνεε μπάσκετ.
Έπιανε μπάσκετ.
Μύριζε μπάσκετ.
Έβλεπε μπάσκετ.
Άκουγε μπάσκετ.
Έπαιζε μπάσκετ.
Ίδρωνε για το μπάσκετ και ο ιδρώτας του βρόμαγε μπασκετίλα!
Κατούραγε μπάσκετ!
Αισθανόταν μπάσκετ.
Κοιμόταν με το μπάσκετ και ξύπναγε με το μπάσκετ.
Ζούσε με το μπάσκετ και για το μπάσκετ απλώς πού και πού έπαιρνε ένα ρεπό και σε εκείνα τα μικρά διαλείμματα έκανε (και) κάτι άλλο.
Παιδιά, έξι κιόλας!
Έλα Βασίλη, έλα Βασίλη!
Τον αποχαιρετώ κι ελόγου μου, κλίνοντας ευλαβικά το γόνυ στην μπασκετοσύνη και στη μεγαλοσύνη του και του εύχομαι τα δέοντα.
Να ‘χει την υγειά του, τώρα που αποφάσισε να τραβήξει μια (κόκκινη) γραμμή και να βγει στη σύνταξη.
Του εύχομαι και ελπίζω πως θα συνεχίσει να ζει.
Και στον επίλογο, του αφιερώνω μια ατάκα που νιώθω πως μας ενώνει και την έχω διαρκώς στο μυαλό μου, από εκείνο το μεσημέρι της 1ης Σεπτεμβρίου του 2006, όταν την ξεστόμισα στη Σαϊτάμα.
Έλα Βασίλη, έλα Βασίλη!