Ο αγαπημένος μου αγώνας: Πορτογαλία - Ολλανδία, η "Μάχη της Νυρεμβέργης"
Η καγκουρίστικη αλητεία απέναντι στον σνομπισμό. Μια ραπτομηχανή που παρήγαγε εγκλήματικά τάκλιν. Ο Λευτέρης Ελευθερίου γράφει για τον αγαπημένο του αγώνα, το Πορτογαλία - Ολλανδία του 2006, τη Μάχη της Νυρεμβέργης.
Ως μεγάλο παιχνίδι δεν λογίζεται μόνο εκείνο μεταξύ δύο σπουδαίων ομάδων. Ασφαλώς και δεν είναι χρηστό να απορρίπτεται η εμβέλειά τους, αλλά εν πάση περιπτώσει η αντικειμενική προσέγγιση είναι μόνο ένα κομμάτι του παιχνιδιού. Αυτό που σημαδεύει το θεατή, το φίλαθλο, τον οπαδό, είναι η προσωπική ιστορία.
Γράφει ο Λευτέρης Ελευθερίου
Φυσικά, ουδείς αμφιβάλλει για τα αντικειμενικά σπουδαία ματς. Όμως το συναίσθημα είναι, σε ότι αφορά τα ομαδικά παιχνίδια, η γραμματική και το συντακτικό. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση για το αρχέγονο: δεν θυμάσαι εξαιτίας των γεγονότων της μέρας το παιχνίδι που είδες, αλλά λόγω του ίδιου του παιχνιδιού τα γεγονότα της μέρας.
Δύο χρόνια μετά τον προημιτελικό με τη Γαλλία, στις 25 Ιουνίου του 2006, ένας καλός συνάδελφος παντρευόταν. Ήταν μία ευκαιρία να φύγουμε νωρίτερα από τη δουλειά για να πάμε στο γάμο. Εκείνο το απόγευμα η Αγγλία έπαιζε με το Εκουαδόρ. Ήταν το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγραφα για εφημερίδα και εκείνο το παιχνίδι που κρίθηκε από το γκολ του Ντέιβιντ Μπέκαμ για τη φάση των ‘16’ βρισκόταν από καιρό στις αρμοδιότητές μου. Η Αγγλία είχε περάσει στους ‘8’ και θα έπαιζε με το νικητή του βραδινού ζευγαριού, του Πορτογαλία-Ολλανδία.
Για μία σπάνια φορά, το απόγευμα θα με έβρισκε εκτός εφημερίδας, αλλά εκείνο το παιχνίδι δεν επρόκειτο να το χάσω. Οκτώ χρόνια πριν, για ένα ραντεβού συναισθηματικής φύσεως, έβρισκα τον εαυτό μου να μου λογοδοτεί για το χαμένο ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998, Γαλλία-Κροατία. Πρακτικά, έχασα την ευκαιρία να δω τον Λιλιάν Τιράμ να σκοράρει τα μόνα γκολ του με την εθνική ομάδα.
ΣΕ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ ΜΕ ΠΟΤΗΡΙΟ ΜΙΣΟΛΙΤΡΗΣ ΜΠΙΡΑΣ
Για το τραπέζι μετά το γάμο, η άρνηση ήταν αδιαπραγμάτευτη. Βρέθηκε σε μία καφετέρια στη Λαμπρινή, που χαρακτηριστικό της δεν ήταν μόνο ότι ήταν... ποδοσφαιρομάνα, με μεταδόσεις όποτε και όπου υπήρχε παιχνίδι, αλλά και ότι οι σερβιτόροι έβαζαν σε μία μέτρια... γαβάθα πατατάκια αναμεμειγμένα με ξηρούς καρπούς. Σε συνδυασμό με το αρχοντικό ποτήρι της μισόλιτρης μπύρας, κάτι που ακόμη δεν είχα συνηθίσει και με εντυπωσίασε ίσως με λίγο περισσότερο στόμφο από ό,τι έπρεπε, ήταν το ιδανικό σημείο.
Το πρόβλημα με κάποιον πειραγμένο είναι η εκφραστικότητα. Την προηγούμενη χρονιά, φορώντας την κιτρινόμαυρη φανέλα της Λίβερπουλ, χοροπηδούσα σαν κατσίκι μετά το χαμένο πέναλτι του Αντρέι Σεφτσένκο στον τελικό της Πόλης και δεν σταμάτησα ούτε όταν άκουσα κοριτσίστικα χαχανητά πίσω μου.
Η πώρωση δεν αφορά αποκλειστικά στο κομμάτι του φανατισμού, δηλαδή στην απόλυτη υποστήριξη μίας ομάδας σε σημείο να γίνεται ισοδύναμο του ανδρισμού σου και, άρα, να προσβάλλεσαι με κάθε αντιθετική εκδήλωση, αλλά στο να συμβαίνουν πράγματα που το μυαλό σου δεν γίνεται να ελέγξει και που θυμίζουν τις σπίθες από την προσπάθεια να ανάψεις φωτιά με πέτρα.
Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από τη μνημειώδη γκάφα του Γκρέιαμ Πολ, που είχε δείξει τρεις κίτρινες κάρτες στον Γιόζιπ Σίμουνιτς προκειμένου να τον αποβάλλει, στο Αυστραλία-Κροατία 2-2, που έστειλε τους Ωκεάνιους στη φάση των ‘16’. Υποστήριζα ξεκάθαρα τους Κροάτες σε εκείνο το παιχνίδι, όχι μόνο για την εγγενή αδυναμία στους ενωμένους Γιουγκοσλάβους, όπως αυτή είχε ξεκαθαριστεί εξ απαλών ονύχων και δεν επρόκειτο να αλλάξει, αλλά και διότι ήθελα να τρίψουν στη μούρη, σε εκείνους που προτίμησαν την αυστραλιανή υπηκοότητα, ότι η εθνική περηφάνια είναι προτιμότερη από την υπεράσπιση μίας ξένης πατρίδας.
Ακόμα κι αν αυτό ήταν ανακρίβεια, είχα δίκιο: όταν φωνάζουν τον τενίστα Μπέρναρντ Τόμικ, αντί Μπέρναρντ Τόμιτς, και τον ποδοσφαιριστή της Τσέλσι Κρίστιαν Πούλισικ, αντί Κρίστιαν Πούλισιτς, η υπόγεια προπαγάνδα αποτελεί ένα πολύ πιο ύπουλο μέσο από τον ευθύ εθνικισμό.
ΣΑΝ ΤΣΑΚΩΜΟΣ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΩΝ
Δεν πρόλαβα το παιχνίδι από την αρχή, αλλά όσο παρακολούθησα ήταν αλησμόνητο. Το μυαλό μπορεί να παίζει παιχνίδια, αλλά τώρα θυμάμαι ότι δευτερόλεπτα από τη στιγμή που μπήκα στην καφετέρια σκόραρε ο Μανίς. Παρ’ ότι οι Πορτογάλοι με τους Ολλανδούς δεν έχουν προφανή σχέση, ήταν σαν να βλέπεις τον τσακωμό δύο αδελφιών, χωρίς να έχει μπει κάποιος στη μέση για να τα χωρίσει. Ήταν μεγαλειώδες. Ήταν οι φήμες για το Ουγγαρία-Βραζιλία το 1954, εκείνον τον προημιτελικό στη Βέρνη που η ‘Αραντσιπάτ’ κατάφερε να πάρει χωρίς τον εμβληματικό αρχηγό της, τον Φέρεντς Πούσκας.
Στη Νυρεμβέργη παίχθηκε ένα πράγμα αλλούτερο, το οποίο κιόλας ήταν ένας συμβολισμός: έμοιαζε με το πεδίο της μάχης, λάβωνε τα αρχέγονα ένστικτά σου, ήταν μία δόση τεστοστερόνης απροσδόκητη και σε παρέπεμπε στις αρχές του ποδοσφαίρου και τα, δυστυχώς κάπως φαλλοκρατικά τετριμμένα ‘άθλημα για άντρες’ και τα αποδέλοιπα. Και δεν ίσχυε καν ότι δεν παίχτηκε ποιοτικό ποδόσφαιρο. Οι ομάδες είχαν συνολικά 30 τελικές, οι 15 εντός εστίας.
ΗΤΑΝ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΩ ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ
Θυμάμαι (ή, εν πάση περιπτώσει, ενθαρρύνω τη μνήμη μου να μου παραδίδει ένα αποτέλεσμα με υπερβολικό τρόπο) κάθε δύο λεπτά να γίνεται κάτι τόσο ζωογόνο, που ήταν αδύνατον να κρατήσω την κραυγή στον ουρανίσκο μου. Κάθε ουρλιαχτό συνοδευόταν από ένα τρανταχτό γέλιο, στην πιο Άντονι Κουίν έκδοση που διαθέτω. Ήμουν τόσο εντυπωσιασμένος, που ο καλύτερος φίλος μου (ο οποίος είχε τα γενέθλιά του τότε, έγινα κουμπάρος του πολλά χρόνια αργότερα και συνεχίζω να ανακαλύπτω το συμπεριφορισιακό ρόλερ κόστερ που μπορούσε να ανέχεται) είχε σχεδόν μονίμως καρφωμένο στο στόμα του ένα χαμόγελο αμηχανίας.
Ο Ρώσος διαιτητής Βαλεντίν Ιβανόφ την άκουσε άσχημα. Για την ακρίβεια, μόνο το σύμφυτο πέτρινο πρόσωπό του, ίδιον της φυλής του, αν και ιδρωμενο, κρατούσε τα προσχήματα. Τα περισσότερα μαρκαρίσματα ήταν για κόψιμο καριέρας. Οι 12 κίτρινες και οι 4 κόκκινες κάρτες, όση μεγαλοπρέπεια κι αν κουβαλούν ως στατιστικό, δείχνουν την αλήθεια χωρίς την κίνησή της. Ήταν μία ραπτομηχανή που παρήγε εγκληματικά τάκλιν και σπρωξίδια.
Ήταν τα χαμίνια του Φελιπάο απέναντι σε μία ομάδα που το ασύμμετρο ποδόσφαιρό της εξόργιζε τους συμπατριώτες της (με προπονητή, μάλιστα, το μέγιστο φορ Μάρκο φαν Μπάστεν), αλλά που η τελειοποιημένη έκδοσή της, με τεχνικό τον Μπερτ φαν Μάαρβικ, θα έφτανε για να την οδηγήσει στον τελικό της Νότιας Αφρικής.
ΤΑ ΧΑΜΙΝΙΑ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΚΗΣ, ΜΕ ΤΟ ΒΡΑΖΙΛΙΑΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΙ
Συγκεκριμένα, γέλασα περισσότερο με το θέατρο του Λουίς Φίγκο στο μαρκάρισμα του Καλίντ Μπουλαχρούζ, που έκανε τον Ιβανόφ να βγάλει δεύτερη κίτρινη σε όποιον αποκαλούνταν "κανίβαλος" ή "χασάπης της Στουτγάρδης", εξαιτίας της θητείας του με την ομώνυμη ομάδα.
Βρισκόμουν σε έκσταση. Η Πορτογαλία θα έκανε χειρότερα στο επόμενο παιχνίδι της, με την Αγγλία, όταν ο Κριστιάνο Ρονάλντο, που αν δεν είχε γίνει ήταν σαφές πως αυτή η διοργάνωση τον έκανε οριστικά ηγέτη εκείνης της ομάδας, ρουφιάνεψε το συμπαίκτη του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Γουέιν Ρούνεϊ, στον Αργεντινό Οράσιο Ελιζόντο, για μία από τις πλέον εντυπωσιακές κόκκινες κάρτες στην ιστορία, η οποία έφερε σωρεία δημοσιευμάτων για το τι θα γινόταν ένα μήνα αργότερα, όταν θα επέστρεφε στην προετοιμασία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (όχι απλώς επέστρεψε, αλλά η χρονιά που έκανε μπαίνει άνετη σε σύγκριση με οποιαδήποτε έχει κάνει ποδοσφαιριστής αυτής της πελώριας ομάδας σε όλη την ιστορία της).
Αλλά ακόμα και αυτά τα χαμίνια της Ιβηρικής, με το θερμό βραζιλιάνικο κεφάλι, δεν γινόταν να αντισταθούν στη γοητεία του Ζινεντίν Ζιντάν. Στον ημιτελικό του Μονάχου, στις 5 Ιουλίου, 6 Γάλλοι θα έχαναν τον τελικό αν δέχονταν κίτρινη κάρτα και παρά την επική εμφάνιση του Ρονάλντο, όταν τελείωσε το παιχνίδι δεν είχαν ούτε μία απώλεια.
Μπορώ να δω τον εαυτό μου να αντιδρά στην τηλεόραση, 14 χρόνια μετά, αδιαφορώντας για τον κόσμο γύρω του και το Σύμπαν ολόκληρο. Μπορώ να υποψιαστώ τι ήταν αυτό που με κράτησε και με κάνει ακόμα και τώρα να δηλώνω ότι είναι ένα από τα σπάνια ποδοσφαιρικά ματς που θα έβλεπα σε επανάληψη ολόκληρα. Προφανώς δεν ήταν καν το πιο σημαντικό παιχνίδι εκείνου του Παγκόσμιου Κυπέλλου, μίας διοργάνωσης ανεπανάληπτης.
Η ΚΑΓΚΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΛΗΤΕΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΣΝΟΜΠΙΣΜΟ
Τέτοια θεάματα οδηγούν σε αλλαγές κανόνων, ώστε να κρατηθεί το υψηλό επίπεδο της ικανότητας και να τιθασευθεί μέσω των κανονισμών η ένταση στο διάφραγμα. Θα τύχει από καιρού εις καιρόν να προκύψουν τέτοια παιχνίδια, ομάδες που από νωρίς καταλαβαίνουν ότι μισούν η μία την άλλη, σύνολα με εκ διαμέτρου αντίθετα στυλ, η καγκουρίστικη αλητεία απέναντι στο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα σνομπισμό, και που θα προέβαιναν σε τέτοιες σοκαριστικές αντιδράσεις ακόμα κι αν δεν επρόκειτο για ένα νοκ άουτ ματς, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν κάμερες και το δέλεαρ δεν ήταν τόσο μεγάλο.
Αυτό το είδος της έκπληξης ήταν διαφορετικό από, επί παραδείγματι, το πρώτο μισάωρο στο 7-1 της Γερμανίας επί της Βραζιλίας στο Μπέλο Οριζόντε. Εκεί διαπιστώνεις το θρίαμβο της στρατηγικής, το blitzkrieg επί τάπητος. Εδώ επρόκειτο για έναν άγριο χορό, τον άνθρωπο απογυμνωμένο από τους κανόνες συμπεριφοράς.
Θα μπορούσε να μπει σε σύγκριση με οποιοδήποτε ποδοσφαιρικό μακελειό, αρκούσης της αναλογίας: των εντολών για το πώς πρέπει να παίζεται το ποδόσφαιρο, της ανθρώπινης εξέλιξης, των πληροφοριών. Υπό αυτήν την έννοια, ότι δύο ομάδες έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια το φαίνεσθαι, έκανε τους αλαλαγμούς να αξίζουν.