Ο Μουρούτσος για τον Νικολαΐδη στο SPORT24: "Είχε ψυχή παιδιού, του φόρεσα κασκόλ του Ολυμπιακού και τον έβαλα στη Θύρα 7"
Ο χρυσός Ολυμπιονίκης του Σίδνεϊ, Μιχάλης Μουρούτσος θυμάται τις στιγμές που έζησε με τον φίλο του, Αλέξανδρο Νικολαΐδη, ανήμερα της συμπλήρωσης ενός χρόνου από τον θάνατο του “ψηλού” του τάε κβον ντο.
Νικολαΐδης - Μουρούτσος. Αυτό το δίδυμο ήταν για πολλά χρόνια η απάντηση στην ερώτηση “ελληνικό τάε κβον ντο;”. Γεννήθηκαν με λίγους μήνες διαφορά, ο πρώτος τον Οκτώβριο του 1979 και ο δεύτερος τον Φεβρουάριο του 1980. Έγιναν μια γροθιά στην Εθνική ομάδα και η διαχρονική φιλία τους δεν έσβησε με το θάνατο του Αλέξανδρου Νικολαΐδη. Μένει ζωντανή μέσα από την ανάμνησή της και διατηρείται ζεστή από τη φλόγα της αγάπης που έδεσε τους δύο αθλητές.
Ακριβώς, ένα χρόνο μετά τη μέρα που ο “αετός” άνοιξε τα φτερά του για τον ουρανό, ο χρυσός Ολυμπιονίκης, Μιχάλης Μουρούτσος εξιστορεί στο SPORT24 στιγμές του με τον Αλέξανδρο και επιστρέφει στα νεανικά του χρόνια.
Θυμήθηκε τη στιγμή που έτρεξε στο ασθενοφόρο και αγκάλιασε τον “ψηλό”, όταν έσπασε το πόδι του στο Σίδνεϊ και που έκανε το σερβιτόρο για χάρη του. Όσα του είπε πριν από τον τελικό της Αθήνας και τη μέρα που έντυσε τον “αρειανό” Αλέξανδρο στα κόκκινα και τον έβαλε μέσα στη Θύρα 7.
Είπε πώς ένιωσε όταν κράτησε τα Ολυμπιακά μετάλλια του αγαπημένου φίλου του στην κηδεία του, τόνισε ότι έχουμε ευθύνη να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη του. Το ίδιο προσπαθεί να κάνει κι εκείνος αρχίζοντας από την κόρη του, στην οποία ζήτησε να διαβάσει την επιστολή που άφησε ο γίγαντας του τάε κβον ντο, ο μεγαλόψυχος Αλέξανδρος Νικολαΐδης.
“Η πορεία μας ήταν κοινή. Το 1995 βγήκαμε και οι δύο πρωταθλητές Ελλάδας, εγώ στην πιο μικρή κατηγορία βάρους και ο Αλέξανδρος σε μεγαλύτερη. Τότε, δεν υπήρχε Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Πρωτάθλημα εφήβων για να έχουμε συμμετοχή στην Εθνική. Η πρώτη μας επαφή έγινε την επόμενη χρονιά, όταν πήγαμε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, στο Ζάγκρεμπ.
Συστηθήκαμε στο αεροδρόμιο και από εκείνη τη μέρα ό,τι κάναμε στις αποστολές το κάναμε μαζί. Στο φαγητό πηγαίναμε μαζί, στις βόλτες μαζί, στο στάδιο μαζί. Ο ψηλός και ο κοντός, λέγαμε. Εκείνα τα χρόνια ήμουν κοντό παιδί. Σκέψου ότι ήμουν 45 κιλά. Από τότε που γνωριστήκαμε στην Εθνική και δέσαμε, άρχισα να πηγαίνω εγώ στη Θεσσαλονίκη.
Έμενα μια εβδομάδα, με φιλοξενούσε. Ερχόταν μετά στην Αθήνα, τον φιλοξενούσα εγώ. Είχαμε τέτοια σχέση. Για παράδειγμα μου έλεγε: “Αντε ανέβα να κάνουμε καμιά προπόνηση”. Θέλαμε να κάνουμε πιο ποιοτικές τις προπονήσεις μας. Είχαμε μάθει να συνεργαζόμαστε στην προπόνηση. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο, επειδή ήμασταν σε τελείως διαφορετικές κατηγορίες.
Αυτό, δεν γίνεται. Δεν γίνεται να προπονηθεί ένας βαρύς με έναν ελαφρύ. Όμως, εμείς είχαμε βρει τον τρόπο και κάναμε πολύ καλή προπόνηση μαζί. Απ' όλα αυτά τα χρόνια το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι οι αστείες στιγμές που είχαμε. Η παρέα που κάναμε, μας χαλάρωνε από την κούραση της προετοιμασίας".
Όταν έφευγε από το γήπεδο για το νοσοκομείο, έτρεξα στο ασθενοφόρο και τον αγκάλιασα
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ οι στιγμές τους ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Ο Μιχάλης κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο και την τελευταία ημέρα της διεξαγωγής του τάε κβον ντο ο Αλέξανδρος έσπασε το πόδι του κατά τη διάρκεια των αγώνων και ενώ ήταν ένα από τα φαβορί για τα μετάλλια.
“Όταν έφευγε από το γήπεδο για το νοσοκομείο έτρεξα στο ασθενοφόρο και τον αγκάλιασα. Τα έβαλε με την ατυχία του. Ένιωθε ότι είχε χάσει μια μεγάλη ευκαιρία να πάρει ένα μετάλλιο. Έφυγε με το ασθενοφόρο και εμείς τον περιμέναμε στο Ολυμπιακό Χωριό.
Επειδή, δεν μπορούσε εκείνος να πάει στο εστιατόριο για να φάει, πήγαινα καθημερινά πρωί – μεσημέρι – βράδυ για να του πάρω φαγητό. Έπειτα του το πήγαινα στο δωμάτιο. Εννοείται μου έκανε παραγγελίες. Το εστιατόριο του Ολυμπιακού Χωριού είχε τα πάντα και εγώ δεν τα ακουμπούσα! Ήμουν ο μόνος που δεν τα γεύτηκε. Πήγαινα για τις μυρωδιές”.
Το βασανιστήριο του φαγητού και η διαφωνία για τη... θερμοκρασία δωματίου
Η άνεση που είχε στη διατροφή του ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης ήταν σε άμεση συνάρτηση με το γεγονός ότι αγωνιζόταν πάντα στις βαριές κατηγορίες και δεν τον προβλημάτιζε η ζυγαριά, σε αντίθεση με τον Μιχάλη Μουρούτσο που μέτραγε και τα γραμμάρια.
“Του άρεσε πάρα πολύ το φαγητό και κατά κάποιο τρόπο η συμβίωσή μας στις Εθνικές ομάδες ήταν λίγο δύσκολη, επειδή εκείνος ήταν στη βαριά κατηγορία και δεν είχε θέμα με τα κιλά, ενώ εγώ έπρεπε να κάνω συνεχώς εξαντλητικές δίαιτες. Έκανα παρέα με έναν άνθρωπο που τον έβλεπα να τρώει κάτι συνεχώς και μάλιστα τα φαγητά που μου έλειπαν την περίοδο των αγώνων πάρα πολύ. Ήταν αρκετά δύσκολο αυτό. Έτρωγε τα πάντα. Δεν ήταν καθόλου δύσκολος.
Όσο ήταν πιο μικρός ήταν ακόμη πιο ελεύθερος με τη διατροφή του. Ήταν γλυκατζής, του άρεσαν τα μπισκότα. Και δεν έβαζε γραμμάριο, ενώ έτρωγε ποσότητες. Μεγαλώνοντας άλλαξε και πρόσεχε και αυτός πιο πολύ”.
Η βασική τους διαφωνία ήταν πάντα η θερμοκρασία του δωματίου όπου έμεναν. Γεγονός που εξανάγκαζε σε... ζαβολιές τον Μιχάλη Μουρούτσο.
“Είχαμε τεράστιο πρόβλημα, αλλά τεράστιο πρόβλημα στο δωμάτιο! Εκείνος ζεσταινόταν απίστευτα κι εγώ κρύωνα. Και σε αυτό έπαιζαν πάλι ρόλο τα κιλά μας. Έκανα αυστηρή δίαιτα και ένιωθα συνεχώς κρυάδες. Του έλεγα “κλείσε το air condition” και μου απαντούσε “δεν μπορώ, σκεπάσου”. Και επειδή ήμουν πειραχτήρι τού έκρυβα το κοντρόλ και δεν το έβρισκε. Με ρωτούσε “που είναι το κοντρόλ;” κι εγώ απαντούσα “Εεεε... Δεν ξέρω”. Το έπαιζα ανήξερος και γινόταν πανηγύρι μετά.
Περισσότερο, εγώ τον πείραζα. Ήταν δεκτικός, γούσταρε την πλάκα. Δεν ήταν βαρύς, ίσα – ίσα. Είχε παιδική ψυχή. Τού άρεσε να είναι παιδί. Ακόμα και όταν μεγάλωσε του άρεσε να παίζει video games. Έπαιρνε μαζί του play station και στους αγώνες. Και σε αυτό αντίθετοι ήμασταν. Δεν έχω παίξει ποτέ video games. Μόνο σε αυτό δεν του έκανα παρέα!
Με τον Αλέξανδρο μοιραζόμασταν τα πάντα, δεν το συζητάω. Εκτός ίσως από τα ρούχα. Ήταν αδύνατον να γίνει αυτό. Εκείνη την περίοδο, βρισκόμασταν περισσότερο με τους φίλους μας από τον αθλητισμό, παρά με τους παιδικούς μας φίλους από το σχολείο. Έτσι προέκυψε και αυτό το δέσιμο. Συμβαδίζοντας στην πορεία προς τη διάκριση, σε δένουν αυτές οι καταστάσεις”.
Το ψυχολογικό βάρος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και η παραίνεση του Μιχάλη
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας αγωνίστηκαν και οι δύο υπό το βάρος της ελληνικής κερκίδας. Ήξεραν ότι όλοι περίμεναν από αυτούς μια διάκριση. Στο μετάλλιο έφτασε ο Αλέξανδρος, αλλά δεν το απόλαυσε. Ήθελε το χρυσό και όχι το αργυρό ή έστω να χάσει πιο δύσκολα στον τελικό.
“Ήμουν μέσα στον τελικό του το 2004. Την ημέρα που αγωνιζόταν ήταν λίγο απογοητευμένος. Παρόλο που είχε νικήσει στους πρώτους αγώνες ένιωθε ότι δεν είχε παίξει καλά. Θυμάμαι που είχε στείλει ένα μήνυμα στη μητέρα του. Της έλεγε ότι δεν είναι ευχαριστημένος από την απόδοσή του, κάπως έτσι.
Μου το έδειξε η μαμά του. Όταν επέστρεψα στο στάδιο, πήγα στο προθερμαντήριο και τού είπα: 'Γιατί σκέφτεσαι έτσι; Πρέπει να εστιάσεις στο γεγονός ότι ακόμα και όταν δεν πιάνεις την απόδοση που θες, καταφέρνεις να νικήσεις!'
Τού έλεγα ότι μεγάλος αθλητής είναι αυτός που μπορεί να νικήσει ακόμα και όταν δεν είναι καλά. Με άκουσε και στους επόμενους αγώνες έπαιξε καλύτερα, όπως και στον ημιτελικό”. Ο Μιχάλης είχε αγωνιστεί πρώτος και δεν είχε ανέβει στο βάθρο.
“Νομίζω, ότι όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στον τελικό επηρεάστηκε πολύ από τον κόσμο. Οι Αγώνες ήταν στην Ελλάδα, το γήπεδο ήταν γεμάτο Έλληνες που ήθελαν όλοι να φέρει το χρυσό. Αυτός ο ενθουσιασμός σου αφαιρεί από την επιφυλακτικότητα που πρέπει να έχεις σε ένα τελικό. Μετά το παραδέχθηκε και εκείνος και ήταν σκασμένος, διότι είχε καταφέρει τη μεγαλύτερη διάκριση της ζωής του και δεν μπορούσε να την απολαύσει, λόγω της ήττας στον τελικό. Αυτό ήταν το μαράζι του.
Με στήριξε και εκείνος πολύ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ήταν δίπλα μου. Η προετοιμασία διήρκεσε περίπου δύο χρόνια. Πήγαμε σε πολλά μέρη για μεγάλες προετοιμασίες. Ήμασταν μαζί. Ήμασταν τέσσερις στην Ολυμπιακή ομάδα, δύο αγόρια και δύο κορίτσια (Αρετή Αθανασοπούλου, Έλλη Μυστακίδου). Γι' αυτό το λόγο κάναμε και την προπόνηση μαζί. Ο ένας παρτενέρ του άλλου. Αυτό από μόνο του είναι μια μορφή στήριξης.
Είναι βαρύ φορτίο να γίνονται οι Αγώνες στην πατρίδα σου. Όλοι περίμεναν να τα πάμε καλά. Εγώ είχα το χρυσό στο Σίδνεϊ, ενώ όλοι πιστεύαμε ότι αν ο Αλέξανδρος δεν είχε σπάσει το πόδι του σε εκείνους τους Αγώνες, το 2000, θα έπαιρνε μετάλλιο και αυτός.
Εμείς οι τέσσερις που ήμασταν στην Αθήνα γίναμε πολύ καλοί φίλοι και δεθήκαμε και νομίζω ότι ένας λόγος είναι ότι ποτέ δεν ζήλεψε ο ένας τον άλλο. Συναντάμε στα ίδια αθλήματα το αίσθημα του ανταγωνισμού. Σε εμάς δεν συνέβη ποτέ αυτό. Δεν ψυχανεμιστήκαμε ούτε ψήγμα ζήλιας και αρνητικής ενέργειας. Ήμασταν ομάδα”.
Έγραψαν ιστορία ως οι οργανωτές της ελληνικής κερκίδας
Ήταν αντίθετοι στο κρύο – ζέστη του δωματίου, στις ποσότητες του φαγητού και στα video games, αλλά ήταν ίδιοι στην κερκίδα, ως οπαδοί. Οι συζητήσεις τους για τον Ολυμπιακό και τον Άρη και τα εκατέρωθεν πειράγματά τους είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της φιλίας τους.
“Με τον Αλέξανδρο είχαμε γράψει ιστορία και στην κερκίδα του τάε κβον ντο. Επειδή, μας άρεσε πολύ το γήπεδο και επειδή εκείνος πήγαινε πολύ στον Άρη και εγώ πολύ στον Ολυμπιακό, αγαπούσαμε πολύ και τα συνθήματα. Βγάζαμε μαζί όλα τα συνθήματα των Εθνικών ομάδων. Συνθήματα που ακούγονται και σήμερα στην Εθνική.
Θα σου πω μια ιστορία που μας σημάδεψε. Είχαμε πάει σε αγώνες στη Ρωσία. Έπαιζε η Μόρφω Δροσίδου, η οποία ήταν χάλκινη Ολυμπιονίκης στην Βαρκελώνη, όταν το άθλημα ήταν στο πρόγραμμα ως αγώνας επίδειξης, δεν ήταν στο επίσημο πρόγραμμα.
Αγωνιζόταν, λοιπόν, η Μόρφω και εμείς είχαμε γυρίσει την πλάτη μας στον αγωνιστικό χώρο. Τραγουδούσαμε και φωνάζαμε για τη συναθλήτριά μας. Φωνάζαμε τόσο δυνατά που τα μέλη των άλλων αποστολών γύρισαν τις βιντεοκάμερες σε μας.
Δεν πίστευαν αυτό που κάναμε, επειδή στα γήπεδα του τάε κβον ντο αυτό δεν ήταν συνηθισμένο. Σταδιακά μυήθηκε όλη η Εθνική ομάδα στα συνθήματα. Εμείς οι δύο ήμασταν οι οργανωτές της ελληνικής κερκίδας. Όταν έπαιζε ο Αλέξανδρος την οργάνωνα μόνος μου και αντίστοιχα ο Αλέξανδρος για μένα”.
Όταν ο Αλέξανδρος φόρεσε το “ερυθρόλευκο” κασκόλ και μπήκε στη Θύρα 7
Στην Εθνική βρίσκονταν στην ίδια πλευρά της κερκίδας, αλλά στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο απέναντι. Εκτός από μία φορά. Όταν ο Μιχάλης έντυσε στα κόκκινα τον Αλέξανδρο και τον πήρε στην Θύρα 7.
“Όπως σου είπα, εκείνος είχε πολλή αγάπη στον Άρη και εγώ στον Ολυμπιακό και αρχίσαμε να πειράζουμε οπαδικά ο ένας τον άλλο. Για πλάκα εννοείται, όπως για πλάκα κάναμε αναφορές στην κόντρα της Θεσσαλονίκης με την Αθήνα.
Κάναμε πολλές αθλητικές συζητήσεις για το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, αλλά ως φίλαθλοι. Να σκεφτείς κάποια στιγμή μού είπε ότι ήθελε να έρθει να δει αγώνα του Ολυμπιακού, στο “Καραϊσκάκης”. Τον πήρα μέσα στη Θύρα 7! Δεν θυμάμαι με ποια ομάδα έπαιζε ο Ολυμπιακός σε εκείνο το παιχνίδι, παρά μόνο ότι ήθελε να δει έναν αγώνα του Ολυμπιακού. Αυτό είχε γίνει μετά το 2004.
Τότε, όλοι τον ήξεραν τον Αλέξανδρο, αλλά και ότι είναι Αρειανός. Τον έντυσα στα κόκκινα. Κασκόλ, ιστορίες και τέτοια... Όπως μπήκαμε στο γήπεδο τον είδαν τα “μαμούνια” της Θύρας 7. Κάποιοι άρχισαν να έρχονται και να του λένε:
“Έλα, ρε ψηλέ και νομίζαμε ότι είσαι αρειανός”, “Έλα ρε παιχταρά, πάμε!”. Χαμογελούσε ο Αλέξανδρος. Είχαμε μια φοβία, επειδή σε όλα τα γήπεδα υπάρχουν και οι θερμόαιμοι. Είχαμε την έγνοια μη γίνει κάτι στραβό.
Ευτυχώς, δεν έγινε κάτι και το απόλαυσε. Ένιωσε τον παλμό μια Θύρας οργανωμένων και εκτός του Άρη. Ήθελα κι εγώ πολύ να με πάει με τον αντίστοιχο τρόπο σε αγώνα του Άρη, αλλά δεν τα καταφέραμε”.
Ο επεισοδιακός τελικός που βρέθηκαν σε αντίπαλες κερκίδες
Ο Μιχάλης και ο Αλέξανδρος ακολούθησαν τις ομάδες τους σε ένα τελικό μπάσκετ. Έναν επεισοδιακό τελικό. Ο Νικολαΐδης, λόγω ύψους ξεχώριζε και τον εντόπισε εύκολα ο Μουρούτσος.
“Υπάρχει κι άλλη μία οπαδική ιστορία που έχουμε ζήσει, στο μπάσκετ αυτή τη φορά. Στον τελικό του Κυπέλλου ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Άρη (2003-04), στη Λαμία. Μάλιστα, αυτό το παιχνίδι είχε και διακοπή για επεισόδια. Γυρίσαμε στις πόλεις μας, χωρίς να μπορέσουμε να τα πούμε από κοντά.
Σε αυτόν τον αγώνα δεν ήμασταν μαζί στην κερκίδα, αλλά απέναντι. Ήμασταν μέσα στους οργανωμένους και οι δύο. Τον είδα απέναντι -ο ψηλός ξεχώριζε έτσι κι αλλιώς-, με είδε και εκείνος και αρχίσαμε να μιλάμε με μηνύματα και να πειράζουμε ο ένας τον άλλο. Είχαμε γελάσει πολύ, τότε! Είχαμε ζήσει και αυτό και ήταν πολύ ωραίο.
Αυτά σκέφτομαι όταν θυμάμαι τον Αλέξανδρο. Σαν να έχω την ανάγκη να γυρίσω στις στιγμές που γελάγαμε πολύ. Έχουμε πάει μαζί σε κλαμπ, μπουζούκια. Κι αυτά θυμάμαι. Δεν ήταν δογματικός στη μουσική. Άκουγε τα πάντα.
Όταν τον καλούσαμε στο τηλέφωνο ακούγαμε τους Metallica, αλλά άκουγε πολύ και Βασίλη Καρρά. Στις αποστολές τραγουδούσαμε λαϊκά και έντεχνα στο πούλμαν. Ήξερε πολλά τραγούδια απ' έξω και έδινε ρυθμό με τα χέρια του. Είχε πολύ καλύτερη φωνή από τη δική μου”.
Κάναμε "γκχχχχχχχ" και πέφταμε κάτω από τα γέλια χωρίς να καταλαβαίνει κανείς γιατί γελάμε
Οι δύο κορυφαίοι Έλληνες του τάε κβον ντο είχαν τους δικούς κώδικες επικοινωνίας. Αυτούς που έχτισαν κατά τη διάρκεια της συνύπαρξής τους στην Εθνική ομάδα και δεν θα μάθει κανείς.
“Όταν τον σκέφτομαι αναπολώ το παρελθόν και ξαναγυρίζω στην εφηβεία μου. Από τη στιγμή που έμαθα ότι τα πράγματα αρχίζουν να μην πηγαίνουν πολύ καλά, άρχισα να ανησυχώ πολύ τόσο για τον ίδιο όσο και για τα παιδιά του και τη γυναίκα του, για τους γονείς και τα αδέρφια του και ιδιαίτερα για τον Ανέστη, με τον οποίο ήταν πολύ δεμένοι.
Όλα αυτά περνούσαν καιρό από το μυαλό μου, δεν τα σκέφτηκα την ώρα της κηδείας. Ο ίδιος δεν έλεγε πολλά/ Επειδή ήταν μεγαλόψυχος, δεν ήθελε να μάς φορτώνει με την έγνοια του. Ήθελε να σηκώσει μόνος του το βάρος και έλεγε λίγα πράγματα. Δεν λύγισε.
Τον τελευταίο καιρό επικοινωνούσε μαζί μου με μηνύματα. Έβλεπε κάτι που ανέβαζα στο instagram για παράδειγμα και με πείραζε, μου έκανε πλάκα. Όταν έχεις ζήσει τόσες στιγμές με τον άλλο, αρκεί μία ατάκα του, μια λέξη που είχαμε ως κωδικό -για παράδειγμα- για να σε κάνει να γελάσεις. Είχαμε τους δικούς μας κώδικες και τις δικές μας μυστικές λέξεις. Κάναμε “γκχχχχχχχ” και πέφταμε κάτω από τα γέλια χωρίς να καταλαβαίνει κανείς γιατί γελάμε.
Κάποια στιγμή ανέβασα μια κλοτσιά και μου είπε “no point pal chaki”. Pal είναι το πόδι και chaki η κλοτσιά, στα κορεάτικα. Αλλά, δεν θέλω να πω τι εννοούσαμε. Αυτά θέλω να τα κρατήσω για μένα. Πάντα θα μου λείπει και η παρουσία του και τα πειράγματά του, όλα".
Έδωσα στην κόρη μου την επιστολή που άφησε ο Αλέξανδρος να τη διαβάσει
Δύο αθλητές που διέπρεψαν σε μαχητικό άθλημα. Σκληροί σαν ατσάλι το τερέν και ευλύγιστοι στην ψυχή. Εκδηλώνονταν με διαφορετικό τρόπο, αλλά οι αγκαλιές τους χωρούσαν όλο τον κόσμο.
“Ο Αλέξανδρος θυμάμαι εκδηλωνόταν, δάκρυζε. Εγώ κλαίω δύσκολα και όταν είμαι μόνος μου. Δυσκολεύομαι όταν είμαι μόνος μου, αλλά όταν πήρα τα μετάλλιά του στα χέρια μου... Ήταν μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Ήμουν πολύ στεναχωρημένος και ένιωθα ένα ασήκωτο βάρος.
Ένιωθα ότι κουβαλούσα όλους τους κόπους του, όλη την προσπάθεια του Αλέξανδρου που την ήξερα από τη στιγμή που άρχισε ως παιδί μέχρι την ώρα που σταμάτησε. Αυτό ένιωθα στην κηδεία συν το βάρος της θλίψης επειδή “έφυγε” από τη ζωή. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι διάφορα, πριν φύγει.
Αυτό που έκανα όταν “έφυγε” ήταν να δώσω στην κόρη μου την επιστολή που άφησε ο Αλέξανδρος να τη διαβάσει. Αυτή η επιστολή είναι ένα μάθημα ζωής για όλους. Ήταν ό,τι πιο όμορφο άφησε για τα παιδιά όλου του κόσμου και σκέφτηκα ότι είναι πολύ σημαντικό να τη διαβάσει. Πιστεύω ότι η κόρη μου μπορεί να κερδίσει πολλά από την επιστολή του.
Της εξήγησα ποιος ήταν ο Αλέξανδρος και τι έχουμε ζήσει μαζί. Η μνήμη του Αλέξανδρου πρέπει να μείνει ζωντανή. Αν αυτό το αφήσουμε στην τύχη θα ξεχαστεί. Εμείς που μένουμε πίσω πρέπει να το κάνουμε αυτό με κάθε τρόπο, για πολλούς λόγους”.
Φτιάξαμε κοινές αξίες στον αθλητισμό
Ο Μιχάλης και ο Αλέξανδρος ήταν διαφορετικοί σε απλά καθημερινά πράγματα, αλλά ίδιοι σε βασικές αρχές και αξίες. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που τίποτε δεν κατόρθωσε να λυγίσει τη φιλία τους.
“Ο Αλέξανδρος ανέκαθεν είχε πολιτική άποψη και τον ενδιέφεραν όλα τα θέματα που απασχολούσαν την κοινωνία. Προέρχεται από μια δημοκρατική οικογένεια και ήταν πάντα σε αυτή την κατεύθυνση. Είχε πολύ δημοκρατικές απόψεις.
Ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος σε θέματα ρατσισμού. Το είχαμε και οι δύο αυτό. Όπως επίσης, δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι θα αναπτύξουμε άλλου είδους αντιπαλότητα -πέρα από την αθλητική- με έναν Τούρκο ή έναν μουσουλμάνο αθλητή. Θέλαμε να είμαστε φίλοι με όλους τους αθλητές.
Δεν χωρούσε ο νους μας και τον κοινωνικό ρατσισμό και την ομοφοβία. Αυτά τα μαθαίνεις μέσα στον αθλητισμό. Όταν συναναστρέφεσαι με ανθρώπους από άλλες χώρες, ηπείρους, θρησκείες και κουλτούρες αντιλαμβάνεσαι ότι προσπαθούν να σε ποτίσουν με μίσος για κάτι που καθαρά από τύχη δεν έχεις γίνει.
Αυτά δεν χωράνε στην κοινωνία μας, όπως δεν χωράνε και στον αθλητισμό. Δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές. Φτιάξαμε κοινές αξίες στον αθλητισμό και τις είχαν και τα υπόλοιπα παιδιά της Εθνικής. Είναι πολύ μεγάλο σχολείο ο αθλητισμός.
Είχαμε πάρα πολλούς φίλους ξένους αθλητές. Τότε, στο τάε κβον ντο ήμασταν οι δύο πιο αναγνωρίσιμοι αθλητές της Ελλάδας. Όταν πήγαινες σε μία χώρα και έλεγες “ελληνικό τάε κβον ντο” σου απαντούσαν “Νικολαΐδης, Μουρούτσος”. Πέρα από αυτό ήμασταν αμφότεροι κοινωνικοί. Μας άρεσε να δημιουργούμε σχέσεις με τους αθλητές των άλλων ομάδων. Διαχωρίζαμε την παρέα και τη στιγμή που μπαίναμε στο τερέν”.