ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ

Ολυμπιακός: Ο Αλμπέρτο Τζουλιάνι είναι ένα χριστουγεννιάτικο δώρο

Ο Αλμπέρτο Τζουλιάνι
Ο Αλμπέρτο Τζουλιάνι PHOTO CREDITS: ANDREAS GORA/DPA/AFP

Με τρία πρωταθλήματα Ιταλίας, συνολικά εννέα τίτλους και δύο αργυρά μετάλλια σε Eurovolley, ο -γεννημένος τα Χριστούγεννα του 1964- Αλμπέρτο Τζουλιάνι ήταν μια επιλογή που ο Ολυμπιακός δεν ήταν δυνατόν να προσπεράσει.

Το πρωί της 28ης Δεκεμβρίου ο Αλμπέρτο Τζουλιάνι έλυσε κοινή συναινέσει τη συνεργασία του με την πολωνική Ρεζόβια. Η πορεία στο εγχώριο πρωτάθλημα (7η θέση με ρεκόρ 5-7 ύστερα από 12 αγώνες) ήταν αντιστρόφως ανάλογη των καλοκαιρινών προσδοκιών και ο 57χρονος Ιταλός συμφώνησε ότι η αποχώρησή του ήταν η βολικότερη διέξοδος από την κρίση.

Ο Ολυμπιακός, που είχε ήδη βγει στην αγορά για νέο προπονητή μετά την απώλεια του Σούπερ Καπ από τον Φοίνικα και την παραίτηση του Δημήτρη Καζάζη, δεν άφησε την ευκαιρία να περάσει. Αν και σε πρώτη φάση ο πολύπειρος κόουτς είχε αποφασίσει να μείνει εκτός πάγκων ως το καλοκαίρι και να ξεκουραστεί, οι Πειραιώτες ακύρωσαν κάθε άλλο όνομα της λίστας που είχαν καταρτίσει και προχώρησαν στην ενεργοποίηση μιας συμφωνίας με τον πολύπειρο κόουτς ύστερα από την τελευταία επικοινωνία που είχαν με τον ατζέντη του και την εκ μέρους τους αποδοχή της πρότασης που του είχαν καταθέσει εξ αρχής.

Ομολογουμένως ο Αλμπέρτο Τζουλιάνι δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Ρίσκο όλες αυτές οι συνεργασίες, πόσο μάλλον με ξένους προπονητές μεσούσης της σεζόν, κρύβουν. Το ζητούμενο σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι η μείωση των πιθανοτήτων λάθους και με την υπογραφή του Ιταλού είναι κάτι που εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό. Δυνητικά είναι το δώρο που έκανε η διοίκηση του Ερασιτέχνη Ολυμπιακού στο τμήμα βόλεϊ, καθώς ο Τζουλιάνι έχει γεννηθεί ανήμερα των Χριστουγέννων του 1964 στο Σαν Σεβερίνο Μάρκε της επαρχίας Ματσεράτα και οι επιτυχίες του έχουν επαληθεύσει πολλάκις τη δουλειά του.

Από το μοτοκρός στο βόλεϊ

Ο νέος προπονητής των Ερυθρόλευκων δήλωσε ότι γνωρίζει πώς ακριβώς έχει η κατάσταση τη δεδομένη στιγμή στην ομάδα του Πειραιά, αλλά εξέφρασε την ελπίδα ότι χάρη στην αφοσίωση θα "φέρουμε τα αποτελέσματα που αξίζει αυτός ο σύλλογος". Ούτως ή άλλως έχει μάθει να οδηγεί σε ανώμαλους δρόμους ως ένα παιδί που πρωτοασχολήθηκε με το μοτοκρός. Επειδή όμως ήταν ένα ακριβό σπορ το οποίο απαιτούσε μεγαλύτερο οικονομικό υπόβαθρο απ' αυτό που διέθετε η οικογένειά του, τάχιστα πέρασε στο βόλεϊ. Ένα ("εθνικό") σπορ (για την περιοχή που μεγάλωσε) που μετατράπηκε στο μεγάλο πάθος του, έναν έρωτα που δεν ξεπέρασε ποτέ.

Καριέρα παίκτη δεν κατάφερε να κάνει σημαντική, τέτοια που να ξεχωρίσει δηλαδή. Όπως ωστόσο συμβαίνει με πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις, τον κέρδισε πολύ γρήγορα η προπονητική. Κοφτερό μυαλό και με χάρισμα στη μεταδοτικότητα, ήταν μόλις 32 χρόνων όταν βρήκε δουλειά σε δύο τοπικούς συλλόγους (Σαν Σεβερίνο, Οσίμο), προτού αρχίσει να εργάζεται σε τμήματα υποδομής πλάθοντας ταυτόχρονα αθλητές και χαρακτήρες. Δοκιμάστηκε και αποδείχθηκε ότι τού πήγαινε.

Η Λορέτο τον προσέλαβε το 2000 και η ίδια, δύο χρόνια αργότερα, τον προώθησε στην ανδρική ομάδα δίνοντάς του το χρίσμα του πρώτου προπονητή. Τα τέσσερα χρόνια σ' ένα σύνολο χαμηλότερων κατηγοριών αποδείχθηκε το κατάλληλο σχολείο για τη μετάβαση στο αμέσως επόμενο επίπεδο.

Η Κορνιλιάνο ήταν μια ομάδα της Serie Α2 με στόχο τον πρωταθλητισμό και ο νεόκοπος προπονητής κρίθηκε ο ιδανικότερος για να την καθοδηγήσει σε λαμπρές στιγμές. "Ζηλεύαμε τη Λορέτο που τον είχε προπονητή", έλεγε ο άνθρωπος που τον επέλεξε και η δικαίωση για την επιμονή του σε αυτόν ήρθε μετά από λίγους μήνες, μια και η πρώτη σεζόν συνοδεύτηκε από άνοδο στην ελίτ του ιταλικού βόλεϊ. Είχε καταφέρει να εκπληρώσει με το παραπάνω τη δέσμευση "να δοθεί υπόσταση στις επιθυμίες της εταιρίας", όπως επισήμαινε στην παρουσίασή του.

Η μετάβαση στην ελίτ και οι εννέα τίτλοι

Η Βερόνα ήταν η επόμενη που -το καλοκαίρι του 2008- ωφελήθηκε από τις ικανότητες του Τζουλιάνι (άνοδος, παραμονή), πριν ακριβώς έρθει η εκτόξευση της φήμης του κατά τη διετία του (2009-2011) στην Κούνεο. Μάλιστα η ομάδα - σημείο αναφοράς από το Πιεμόντε μπήκε στη διαδικασία να διακόψει το συμβόλαιο που τον δέσμευσε τον Ιταλό προπονητή, "ενόσω θα μπορούσε να μιλάει με προπονητές χωρίς περιορισμούς". Κάτι που, φυσικά, κολάκευσε τον Τζουλιάνι κι ανέβασε τον προσωπικό πήχη του, δεδομένου ότι πλέον "είναι μεγάλη η ευθύνη για να κάνω το καλύτερο δυνατό".

Κάθε άλλο παρά πνίγηκε πάντως στ' ανοικτά. Διότι η διετής θητεία του συνδυάστηκε με την κατάκτηση δύο τίτλων το 2010 (Πρωτάθλημα, Cev Cup ως ο καλύτερος προπονητής στην Ιταλία) και άλλων δύο το 2011 (Σούπερ Καπ, Κύπελλο). Ήταν μια περίοδος που διαφήμισε τη δουλειά του Τζουλιάνι και τον εδραιώθηκε στο ευρωπαϊκό στερέωμα, δουλεύοντας με παίκτες κλάσης όπως ο Νικόλοβ, ο Φορτουνάτο και ο Μαστράντζελο.

Γι' αυτό και τα δύο πρωταθλήματα (2012, 2014) και το ένα Σούπερ Καπ με την Λούμπε, στην οποία μεταπήδησε, δεν αποτέλεσαν έκπληξη, αλλά φυσική εξέλιξη της έως τότε πορείας του στην προπονητική. Ιδίως με το μπάτζετ που δόθηκε.

Ενδιάμεσα είχε αποδείξει ότι είναι σε θέση να διαχειρίζεται κρίσεις και να λύνει παρεξηγήσεις, καθώς την άνοιξη του 2014 και μετά τον αποκλεισμό στο Κύπελλο, ο Ιταλός κόουτς είχε υποβάλει την παραίτησή του. Η διοίκηση δεν την έκανε αποδεκτή, τον στήριξε εμπράκτως και αυτός της το ανταπέδωσε με το 3-1 στους τελικούς της Serie A απέναντι στην Περούτζια κι αφού η Λούμπε (με κορυφαίους τους Ποντραστσάνιν και Ζάιτσεβ) είχε αποκλείσει διαδοχικά τη Βερόνα (στον α' γύρο) και τη Μόντενα (στα ημιτελικά) δίχως να υποστεί ήττα!

Από την Λούμπε ο Τζουλιάνι αποχώρησε την άνοιξη του 2015, όταν πια κατάλαβαν όλοι ότι ο κύκλος του είχε κλείσει. Κατόπιν ανέλαβε την Πιατσέντζα και ταυτόχρονα τα ηνία της εθνικής Σλοβακίας. Προτού εγκαταλείψει τη θέση στη δεύτερη προτιμώντας ν' αφοσιωθεί αποκλειστικά στα καθήκοντά του με την πρώτη. Στην Πιατσέντζα έμεινε συνολικά τρεις σεζόν, δίχως όμως η παρουσία του να επαναφέρει την πρωταθλήτρια του 2009 στην κορυφή του ιταλικού βόλεϊ. Την πρώτη χρονιά την κράτησε στην κατηγορία, τη δεύτερη και την τρίτη ήρθε ο αποκλεισμός στον α' γύρο των πλέι οφ.

Φεύγοντας, ήταν η τουρκική Χάλκμπανκ που τού προσέφερε την ευκαιρία να προπονήσει για πρώτη φορά ένα ισχυρό κλαμπ εκτός συνόρων. Το Σούπερ Καπ του 2018 ήταν μια καλή αφετηρία, αλλά στον χρόνο αποχώρησε, διότι δεν εκπλήρωσε τον στόχο της διατήρησης των εγχώριων κεκτημένων (αποκλεισμός στα ημιτελικά από τη Φενέρμπαχτσε), παρά την πρωτιά στην κανονική περίοδο και το πλεονέκτημα έδρας.

Η -μάλλον απρόσμενη- ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της εθνικής Σλοβενίας ήταν μια φρέσκια πρόκληση στο μυαλό του. Εντελώς διαφορετική απ' όσες είχε αναλάβει προηγουμένως. Στα μάτια κάποιων φάνταζε μια επαγγελματική οπισθοχώρηση. Για τον Τζουλιάνι έγινε μια ξεκάθαρη απόπειρα επιβεβαίωσης του ονόματος που κουβαλούσε μαζί του. Θα έχτιζε κάτι νέο, από το μηδέν, δικό του. Το εκ των υστέρων αποτέλεσμα υπήρξε απολαυστικό, μια και οι Σλοβένοι (με παρακαταθήκη τον τίτλο στο Challenger Cup) έφτασαν δις στον τελικό του Eurovolley (2019, 2021) χάνοντας 3-1 από τη Σερβία και 3-2 από την Ιταλία.

Για τον Τζουλιάνι "το βόλεϊ είναι ένα ξεχωριστό άθλημα γιατί έχει διαφορετικούς κανόνες και ο ένας πρέπει να στηρίζει τον άλλον σε 81 τετραγωνικά μέτρα" και σε κάθε περίπτωση "το μυστικό είναι να βάζουμε την καρδιά μας σε όλο αυτό". Με αυτό ακριβώς το μότο έρχεται στον Ολυμπιακό, στον οποίο μην ξεχνάμε ότι θα βρει τον Αλέν Παγένκ - παίκτη του σε Λούμπε και εθνική Σλοβενίας.

TAGS ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ VOLLEY LEAGUE ΑΝΔΡΩΝ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ